ΠΕΤΡΟΠΟΡΟ
Το χωριό Πετρόπορος είναι κτισμένο λίγο πιο νότια από τα ερείπια των δύο πόλεων Πέλιννας και Γαρδικίου. Ονομάστηκε έτσι διότι πριν από χρόνια, όταν δεν υπήρχε ο σημερινός αμαξωτός δρόμος Τρικάλων – Λαρίσης, οι ταξιδιώτες περνούσαν τα νερά της Βούλας, λόγω ελλείψεως γεφυρών, από πόρους στρωμένους με πέτρες ώστε να μη βουλιάζουν. Η αρχική του θέση ήταν περίπου 4 χλμ. ακόμη πιο νότια, στην περιοχή Καρακαμτσί. Αργότερα αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε στην τοποθεσία Παλιοχώρι, όπου σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και το κοιμητήριο του χωριού. Το 1920 μεταφέρθηκε στη σημερινή θέση, διότι ο παλιός οικισμός καταστράφηκε λόγω πλημμυρών.
Ιστορικά το όνομα Πετρόπορος αναφέρεται για πρώτη φορά το 1454/5. Το 1542 συμπεριλαμβάνεται στα χωριά που υπάγονταν στην ανασυσταθείσα επισκοπή Γαρδικίου. Τότε σε συνεννόηση με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, συνήλθε το Μητροπολιτικό Συμβούλιο Λαρίσης και αποφάσισε την ανασύστασή της και τη χειροτονία Επισκόπου. Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται: «Περί δε των συνόρων αυτής από την ανάλυσιν του καιρού ουχ ευρέθη ιεροκύκλιον ίδιον αλλά μόνον εξ ακοής κατά την μαρτυρίαν ην εμαρτύρησάν τινες ιερείς ενώπιον του προ ημών Μητροπολίτου κυρού Μάρκου και κυρού Βησσαρίωνος πόθεν έχει το σύνορον η περιοχή και τα περίχωρα. Διό κατά την ματυρίαν των προειρημένων μαρτύρων άρχεται ουν η τοιαύτη περιοχή της τοιαύτης επισκοπής κατά μεν Ανατολάς από την Επισκοπήν το ονομαζόμενον Κλουστοβούνι και εις εις τον άγιον Ηλίαν και φτάνει εις το παλαιόν Καστρογουρζιάνον και εις το Κόκκινο Λιθάρι και εις τον ποταμόν Σαλαμβρίας και ανέρχεται προς Δύσιν διά του χείλους του ποταμού Σαλαμβρία και κόπτρι μέσον του κάμπου έως το Πετρόπορον και την οδόν άνωθεν και φθάνει εις το βουνόν της Κριτζίνιστας, κακεί τελειοί».
Στον Κώδικα της Μητροπόλεως Τρίκκης αναφέρεται διαζύγιο, το οποίο εκδόθηκε το 1693 και αφορά ένα ζευγάρι από τον Πετρόπορο. Ως αιτία του διαζυγίου επικαλείται την επιληψία της συζύγου: «Προκαθημένης της ημών ταπεινότητας μετά των εντιμοτάτων αυτής κληρικών, ενεφανήσθη προς ημάς ο Αποστόλης εκ χώρας Πετροπόρου και εβόησε κατά της νομίμου αυτού γυναικός ονόματι Αρχόντος, ως ότι δαιμονιζομένη υπάρχει και πυρ έθετο, ίνα της εαυτού αναλώση οικίαν και τας εγκύς αλλότρια όντα, και αλύσεσι χειρών και ποδών εδέδετο, ου μόνον δις και τρεις αλλά και πολλάκις το οποίον το οποίον πάθος, ευρισκόμενον ην εν αυτή προτού τούτον άνδρα νόμιμον λάβη πλην αυτός ουκ εγίγνωσκε κατά την μαρτυρίαν των ενταύθα εγγεγραμμένων μαρτύρων. Ημείς δε εζητήσαμεν αυτού μάρτυρας αξιοπίστους και προσέφερε τον Παναγιώτην και τον Νικολόν και τον Θεοδόσιον. Και εζητήσαμεν αυτούς και βάρος αφορισμού αυτοίς δεδώκαμεν, και εμαρτύρησαν ότι ούτως έχει το αληθές και εις τούτον δεδώκαμεν άδειαν, ίνα λάβη δευτέραν γυναίκα νόμιμον κατά την απόφασιν του Θείου Νόμου του λέγοντος «δαιμονιζώσης και σεληνηαζώσης της γυναικός και σωφροσύνης μη δυνάμενος έχειν ο ανήρ αυτής τούτον διαζυγήναι, ετέραν δε αγάγεσθαι, ει βουληθείη». Εις γαρ την περί τούτου δήλωσιν γέγονε το παρόν διαζύγιον και κατεστρώθη εν τω ιερω κώδικι αχ’7γ΄- 1693- Σεπτεμβρίου ή -8» (Κώδιξ Τρίκκης, φ 106β).
Στην «Καταγραφή οσπιτίων του Βιλαετίου Τρίκκης και Σταγών», που πραγματοποιήθηκε το 1820, στον οικισμό του Πετροπόρου καταγράφεται μόνο ένα (1) σπίτι.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, με Β.Δ. της 31 Μαρτίου 1883 (ΦΕΚ 126) «Περί διαιρέσεως εις δήμους της κατά τον νομόν Τρικκάλων ομωνύμου επαρχίας» συστάθηκε ο Δήμος Παραληθαίων. Αποτελούνταν από τα χωριά: Αρδάνι, Βάνια (Πλάτανος), Ζαβλάνια (Παλαιόπυργος), Ζούλιανη (Ζηλευτή), Κατίδι (Περδικορράχη), Κόρμποβο (Λαγκαδιά), Κούρσοβο (Ελληνόκαστρο), Κρινίτσα, Κριτσίνι (Ταξιάρχαι), Λιόπρασο, Παλιογαρδίκι (ερειπωμένο), Πετρόπορος, Ράξα, Σκλάταινα (Ρίζωμα), Συκιά (ακατοίκητο), Τολπίτσα (Χαϊδεμένη), Τουρναβοί (Χρυσαυγή), και Μονή Κορμπόβου. Έδρα του Δήμου ήταν αρχικά τα Ζαβλάνια, αλλά αργότερα, το 1888, ορίστηκαν τα Ζαβλάνια ως χειμερινή έδρα του Δήμου και το Αρδάνι ως θερινή.
Με Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1884 διατάχθηκε η σύσταση εμποροπανήγυρης στη θέση Γωνιά του χωριού Πετροπόρου, του Δήμου Παραληθαίων, αρχόμενης από 20 Μαΐου και με διάρκεια τριών συνεχών ημερών. Στις 20 Μαΐου του 1956 έγινε ανεξάρτητη κοινότητα με τη συδρομή των βλάχων που χειμώνιαζαν στο Παλιογαρδίκι (περιοχή αρχαίας Πέλλινας). Για να ιδρυθεί η κοινότητα απαιτούνταν 540 κάτοικοι, αριθμός που δεν συμπληρώνονταν από τους ντόπιους κατοίκους (καραγκούνηδες).
Οι βλάχοι συμφώνησαν να μεταδημοτεύσουν από τις κοινότητες Ταξιαρχών και Μαλακασίου όπου ανήκαν μέχρι τότε και να εγγραφούν στον Πετρόπορο.
Ως πρώτος πρόεδρος του χωριού εκλέχθηκε ο Χρήστος Ζαμπράκας του Στεφάνου, με αντιπρόεδρο τον Βασίλειο Τσόλκα και γραμματέα τον Χρήστο Τασούλα. Σήμερα, μαζί με τις τέως κοινότητες Νομής, Φανερωμένης, Ταξιαρχών και Σερβωτών αποτελούν το Δήμο Πελινναίων με έδρα τους Ταξιάρχες.
Ο Πετρόπορος ήταν κάποτε τσιφλίκι του Μπίχτα, συγγενή του Γεωργίου Αβέρωφ όπως λέγεται, και απαλλοτριώθηκε το 1923. Η οριστική όμως διανομή έγινε το 1927.
Την ίδια χρονιά αγοράστηκε ένα κομμάτι του τσιφλικιού, το Παλιογαρδίκι, από βλάχους κτηνοτρόφους που ζούσαν νομαδικά και χειμώνιαζαν στην περιοχή. Οι βλάχοι έζησαν εκεί, γύρω από το Πελινναίον, ως το 1944, σύμφωνα με ομολογία του τέως γραμματέα της κοινότητας Πετροπόρου, Χρήστου Τασούλα. Τη χρονιά αυτή οι Γερμανοί έκαψαν τα καλύβια τους και έτσι, αμέσως τα επόμενα χρόνια, έκτισαν τα σημερινά σπίτια τους με δωρεάν ξυλεία από τη ΣΤΕΓΑΣΗ, πιο νότια, δίπλα στον οικισμό των καραγκούνηδων. Ουσιαστικά τους δυο οικισμούς χώριζε ο παλιός δρόμος Τρικάλων – Λαρίσης.
Το 1966-67 έγινε αναδασμός και μοιράστηκαν 11 κλήροι των 100 στρεμμάτων, 10 των 80 στρεμμάτων και 70 των 53 στρεμμάτων. Η έκταση της κοινότητας ανέρχεται σε 15.000 στρέμματα, από τα οποία τα 8.100 καλλιεργούνται συστηματικά κυρίως με βαμβάκι και λιγότερα με καλαμπόκι, καρπούζια και πεπόνια.
Στο κέντρο του χωριού συναντούμε το ναό των Αγίων Αναργύρων, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1953. Κτίστηκε από πετράδες Πενταλοφίτες μαστόρους με χρήματα που πήραν από την πώληση του ζωικού κεφαλαίου που είχε η εκκλησία αλλά και από τη χρηματική συνδρομή καθώς και τη φιλότιμη εργασία των ντόπιων. Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1967. Υπάρχει επίσης το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου στο Παλιοχώρι, που χτίστηκε το 1861.
Οι πληθυσμιακές μεταβολές του Πετροπόρου από την απελευθέρωση (1881) έως σήμερα έχουν ως εξής: 1881 – 172 (88 άρρενες, 84 θήλεις)14, 1951 – 429, 1961 – 700 (μαζί με τους νομάδες Βλάχους που ενεγράφησαν στα Δημοτολόγια του Πετροπόρου και συνέβαλαν στην σύσταση ανεξάρτητης κοινότητας), 1971 – 650, 1981 – 571, 1991 – 629, 2001 – 503.
Σήμερα οι περισσότεροι από τους κατοίκους του ασχολούνται με τη γεωργία. Ένας μικρός αριθμός ασχολείται με την κτηνοτροφία.
Το αρχαίο Πελινναίον ή Πέλιννα
Το αρχαίο Πελινναίον ή Πέλιννα (η), ονομαστή πόλη της Θεσσαλικής Τετραρχίας Εστιαιώτιδος, βρίσκεται σ’ έναν χαμηλό λόφο στις νότιες υπώρειες των Χασίων, 14 χλμ. ανατολικά της πόλης των Τρικάλων, στην περιοχή Παλαιογαρδίκι ή Ζούρπαπα, 1000 περίπου μέτρα βόρεια του χωριού Πετρόπορος.
Η συγκεκριμένη τοποθεσία Παλαιογαρδίκι, σύρριζα στη λοφοσειρά, ήταν ιδεώδης για νεολιθικό οικισμό. Η πεδιάδα καλυπτόταν από πολλά νερά, διότι είχε πολλές πηγές οι οποίες σχημάτιζαν το έλος της Βούλας. Όλη η γύρω πεδιάδα ήταν γόνιμη, υπήρχαν επίσης πολλά λιβάδια, ενώ το βουνό δίπλα τούς πρόσφερε προστασία από πλημμύρες. Το κυκλικό βύθισμα (δολίνη) ή Ζούρπαπα, με τα νερά που κρατούσε, καθώς και το κοντινό ποτάμι τους πρόσφερε άφθονα ψάρια.
Σύμφωνα με τον Léon Heuzey η περιοχή ονομαζόταν Φθαίος, ονομασία που ο ίδιος την ετυμολογεί από τη λ. βυθός>β’θός>Φ’θιός, και της δίνει διπλή σημασία, δηλαδή πτώση [=κατάρρευση και αμαρτία], αλλά και Ζούρπαπα [= τρελός παπάς] εξ αιτίας ενός τραγικού μύθου – θρύλου.
Ιδρυτής της αρχαίας Πέλιννας, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο Πέλιννος, γιος του Οιχαλιέα, από την ομηρική πόλη Οιχαλία, της χώρας του Ευρύτου. Η Πέλιννα αναφέρεται για πρώτη φορά το 498 π.Χ. από τον ποιητή Πίνδαρο στον δέκατο Πυθιόνικο, ως πατρίδα του Ιπποκλή, πυθιονίκη και ολυμπιονίκη, γιου του επίσης ολυμπιονίκη, Φρικία.
Ο Φρικίας νίκησε σε αγώνα δρόμου οπλίτη στην 68η και 69η Ολυμπιάδα το 508 π.Χ. και το 504 π.Χ. αντίστοιχα.Ο Ιπποκλής νίκησε σε δόλιχο δρόμο στην 72η και 73η Ολυμπιάδα το 492 π.Χ. και 488 π.Χ.. Επίσης νίκησε σε δίαυλο αγώνα στην 22η Πυθιάδα το 498 π.Χ.
Ανασκαφικώς, δεν πιστοποιήθηκε η ακριβής θέση του Πέλιννας, όμως το σύνολο σχεδόν των ερευνητών ταύτισαν το αρχαίο Πελινναίον με τα ερείπια του χαμηλού βραχώδους υψώματος. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, τον 1ο π.Χ. αι., οι πόλεις της Εστιαιώτιδος: Μητρόπολις, Γόμφοι, Τρίκκη, Πελινναίον, σχημάτιζαν μεταξύ τους ένα τετράπλευρο. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι τρεις πρώτες πόλεις: Τρίκκη, Πελινναίον και Φαρκαδών, βρίσκονται κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού ποταμού4.
Τα ερείπια στο Παλαιογαρδίκι του Δημοτικού Διαμερίσματος Πετροπόρου του Δήμου Πελινναίων πιστοποιούν την παρουσία μιας μεγάλης αρχαίας πόλης. Τα θεμέλια διαφόρων κτιρίων, τα διάσπαρτα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα μεγάλης αξίας ευρήματα, το τείχος το οποίο είναι ορατό σε αρκετή έκταση, η έξοχη στρατηγική θέση τεκμηριώνουν τις πληροφορίες αρχαίων πηγών, όχι μόνο του Στράβωνος αλλά και άλλων αρχαίων συγγραφέων, όπως του Αρριανού, του Σκύλακος, του Πλίνιου και του Τίτου Λίβιου.
Πρώτος ο Leake το 1835 ταύτισε τα ερείπια στο Παλαιογαρδίκι με το αρχαίο Πελινναίον. Μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή το 1958 προσθέτει συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία για την ταύτιση της λαμπρής αρχαίας πόλης. Η επιγραφή αυτή είναι μια δικαστική απόφαση. Οι δικαστές που ανήκουν στην υπηρεσία του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου Ε΄, καλούνται να εκδικάσουν τις εδαφικές διαφορές μεταξύ του κοινού των Φαρκαδονίων και δύο ιδιωτών, εκ των οποίων ο ένας, ο Εύλυκος, είναι κάτοικος του Πέλιννας.
Σύμφωνα με τον Fr. Stählin8 τον 5ο π. Χ. αι. η Πέλιννα ήταν μια μικρή και οργανωμένη πόλη, αλλά εξαρτημένη από τη Λάρισα. Η θεωρία αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί, διότι δεν υπάρχουν αρχαίες φιλολογικές πηγές που να αναφέρουν στοιχεία για την οικονομική – διοικητική οργάνωση της πόλης κατά τα πρώιμα αυτά χρόνια. Οι πληροφορίες που μας δίνουν τα ελάχιστα, λόγω μη διενέργειας συστηματικών ανασκαφών, αρχαιολογικά ευρήματα δεν είναι αρκετές. Πριν από ένα χρόνο περίπου η ΛΔ΄ ΕΠΚΑ (Καρδίτσας) διενεργεί συστηματική ανασκαφή στον αρχαιολογικό χώρο της Πέλιννας, τα πορίσματά της όμως δεν έχουν ανακοινωθεί.
Ωστόσο, αν και για τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. υπάρχουν αρκετές ασάφειες για την ιστορία της πόλης, για τον 4ο π.Χ. αι. και στη συνέχεια υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την πορεία και εξέλιξή της.
Το 357 π.Χ. ήρθε στη Θεσσαλία, μετά από πρόσκληση των Λαρισαίων Αλευάδων, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος ο Β΄, ο οποίος ελευθέρωσε τις Θεσσαλικές πόλεις από το Φερραϊκό ζυγό. Ακολουθώντας έξυπνη πολιτική, η Πέλιννα υποστήριξε τον Φίλιππο κι έτσι υπερίσχυσε έναντι των δύο γειτονικών της πόλεων, Τρίκκης και Φαρκαδόνος, οι οποίες καταλήφθηκαν από τους Μακεδόνες το 353 π.Χ.. Τα τείχη τους καταστράφηκαν και πολλοί κάτοικοί τους εξορίστηκαν. Τα κτήματα κυρίως της Φαρκαδόνος αλλά και ένα μεγάλο τμήμα των κτημάτων της Τρίκκης περιήλθαν στο Πελινναίο , το οποίο τώρα καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση.
Οι Πελινναίοι απολαμβάνουν την εύνοια του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του λόγω της εξαιρετικής στρατηγικής θέσης που είχε η πόλη τους. Έλεγχε τον οδικό άξονα από την Τρίκκη προς τη Λάρισα και ιδιαίτερα το στενό πέρασμα ανάμεσα στη συμβολή του Ληθαίου με τον Πηνειό ποταμό και των προβούνων των Χασίων.
Έτσι η Πέλιννα έγινε σύντομα ένα σπουδαίο Μακεδονικό οχυρό. Ο Φίλιππος ο Β΄ διέθεσε πολλά χρήματα από τα δημόσια ταμεία του για το σκοπό αυτό. Εγκατέστησε μόνιμη φρουρά, η πόλη επεκτάθηκε σε μεγάλη έκταση της πεδιάδας και οχυρώθηκε με νέο ισχυρό τείχος, το βόρειο σκέλος του οποίου δεν ήταν συνεχές αλλά διακόπτονταν από απότομους βράχους. Υπήρξε, δηλαδή, συνδυασμός φυσικής και τεχνικής οχύρωσης. Το νέο τείχος έδινε στην πόλη μια μεγαλειώδη ομορφιά. Κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις αρχές της πολεμικής τέχνης των ύστερων κλασικών χρόνων με πελεκημένες ορθογωνισμένες πέτρες από ντόπιο λευκόφαιο ασβεστόλιθο που προερχόταν από τα αρχαία λατομεία της δολίνης. Το συνολικό πάχος του τείχους ήταν περίπου 2,70-2,80 μ. και το τελικό ύψος απροσδιόριστο, γιατί πουθενά δεν σώθηκε ακέραιο. Ο Stählin είχε καταμετρήσει αρκετούς πύργους που αναπτύσσονταν σ’ όλη την έκταση του τείχους της πόλης και της ακρόπολης από τους οποίους οι περισσότεροι δεν είναι πλέον εμφανείς. Στο σύνολό τους ήταν τετράγωνοι εκτός από έναν στο δυτικό τείχος της ακρόπολης που ήταν κυκλικός και απείχαν μεταξύ τους 30μ.. Υπήρχε οχυρωματική τάφρος τα στοιχεία της οποίας έχουν αλλοιωθεί πλήρως, ιδιαίτερα μετά την αποστράγγιση του έλους «Βούλα». Στα χρόνια αυτά η Πέλιννα οργανώνεται σύμφωνα με το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και καταλαμβάνει έκταση που ανέρχεται στα 800 περίπου στρέμματα.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η Πέλιννα κόβει δικά της νομίσματα, ασημένια και χάλικινα, που είχαν απεικόνιζαν πολεμιστές, τη θεά Αθηνά – Νίκη, καθώς και τη Σίβυλλα Μαντώ, κόρη του μάντη Τειρεσία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μακεδονικής επιρροής η πόλη άνθισε οικονομικά.
Ο F. Stählin κατά την επίσκεψή του στον αρχαιολογικό χώρο, στις αρχές του 20ού αιώνα, είδε αρκετά λείψανα δημοσίων κτηρίων, αρχαίου θεάτρου, ναού της, κυρίως, λατρευόμενης θεότητας, της Αθηνάς, και του Δία του Καταιβάτη, δημοσίων ιερών καθώς και ιερού τεμένους με ορθογώνιο περίβολο κι ένα μικρό ναό στο κέντρο του. Οι ιδιωτικές κατοικίες είχαν λίθινη θεμελίωση και στέγη από κεραμίδια λακωνικού τύπου. Σε μερικές περιπτώσεις το εμβαδόν τους έφτανε τα 200 τ.μ. και εξασφάλιζαν πολλές ανέσεις στους ιδιοκτήτες τους.
Η παρουσία ενός λαξευτού φρέατος διαμέτρου 1,5-2 μ., αγνώστου βάθους, έξω από το νότιο σκέλος του τείχους και η λίθινη σκάλα που ξεκινάει από το δυτικό σκέλος του τείχους και καταλήγει στις βορειοδυτικές υπώρειες του λόφου, σημαίνουν ότι η πόλη θα υδρεύονταν αυτά τα χρόνια με πηγάδια και πηγές.
Δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν λεπτομέρειες, ιδιαίτερα για τους πολιτικούς θεσμούς, διότι στην περιοχή δεν έγιναν συστηματικές ανασκαφές και τα επιστημονικά δεδομένα είναι ανεπαρκή. Σύμφωνα με τον Αρριανό18 το 335 π.Χ. διανυκτέρευσε στην Πέλιννα ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του κατά την κάθοδό του στην νότια Ελλάδα, εναντίον των επαναστατημένων Θηβαίων. Στα χρόνια 333-328 π.Χ. αναφέρονται μαζί ένας Φαρσάλιος και ένας Πελινναίος ως ιερομνήμονες των Θεσσαλών. Επίσης στα χρόνια 346-328 π.Χ. είναι γνωστοί στους Δελφούς κάποιοι ναοποιοί από την Πέλιννα.
Οι Πελινναίοι ακολούθησαν τους Μακεδόνες σ’ όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις τους. Οι ισχυρές φιλικές σχέσεις που τους συνέδεαν διαφαίνονται και από το περίφημο διάγραμμα του επιμελητού του μακεδονικού θρόνου, Πολυπέρχοντος, το 319 π.Χ., με το οποίο δόθηκε αμνηστία στους εξόριστους πολίτες των θεσσαλικών πόλεων και τους επιτρεπόταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι μόνοι που αποκλείστηκαν από τις αμνηστίες ήταν οι Τρικαλινοί και οι Φαρκαδόνιοι. Αυτό το γεγονός οφειλόταν πιθανόν στην πίεση που άσκησαν οι Πελινναίοι στους Μακεδόνες για να μην αναγκαστούν να επιστρέψουν τα κτήματα που καταπάτησαν. «Μὴ κατιέναι μηδὲ Μεγαλοπολιτῶν τοὺς μετὰ Πολυαινέτου ἐπὶ προδοσία φεύγοντας μηδ’ Ἀμφισσεῖς μηδὲ Τρικκαίους μηδὲ Φαρκαδονίους μηδ’ Ἡρακλεώτας».
Όταν μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αποτινάξουν τον μακεδονικό ζυγό και έστειλαν πρέσβεις στις ελληνικές πόλεις για να τις ενθαρρύνουν για τον σκοπό αυτό, όλες οι θεσσαλικές πόλεις δέχθηκαν να επαναστατήσουν εκτός από την Πέλιννα. « Τῶν δ’ ἄλλων ‘Ελλήνων οἱ μὲν πρὸς Μακεδόνας ἀπέκλινον, οἱ δὲ τὴν ἡσυχίαν εἵλοντο. Αἰτωλοὶ μὲν οὐν ἅπαντες πρῶτοι συνέθεντο τὴν συμμαχίαν, καθάπερ προείρηται, μετὰ δὲ τούτοις Θετταλοὶ μὲν πάντες πλὴν Πελινναίων».
Με το τέλος της Μακεδονικής κυριαρχίας και την επιβολή της ρωμαιοκρατίας η Πέλιννα άρχισε να παρακμάζει. Ιδιαίτερα από το τέλος του 2ου π.Χ. αι. και στη συνέχεια δεν αναφέρεται σε αρχαίες φιλολογικές πηγές. Πιθανολογείται ότι είχε μεταβληθεί σε άσημη πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το εθνικό όνομα Πελιννεύς εμφανίζεται για τελευταία φορά το 130 π.Χ. όταν ο κτηνίατρος Μητρόδωρος Ανδρομένεος τιμήθηκε σε προξενικό ψήφισμα των Λαμιέων για τις μεγάλες ευεργεσίες που πρόσφερε στην πόλη τους.
Η λάμψη της πόλης για δύο και πλέον αιώνες αποδεικνύεται από τα μεγάλης αξίας αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν με σωστικές ανασκαφές ή τυχαία κατά τη συστηματική άροση των αγρών της περιοχής. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι:
- Χάλκινη υδρία του 6ου π.Χ. αι. που βρέθηκε σε τάφο το 1937 και θεωρείται έργο κορινθιακού εργαστηρίου. Φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
- Επιτύμβια στήλη του 4ου π.Χ. αι. από άσπρο μάρμαρο. Στην κύρια όψη έχει ανάγλυφη παράσταση έφιππου νέου (Μουσείο Λούβρου).
- Επιτύμβια στήλη του 3ου π.Χ. αι. από γκριζόλευκο μάρμαρο με ανάγλυφο ανθέμιο και δίστιχη επιγραφή «Κλεοπάτρα – Κυλάνου».
- Επιτύμβια στήλη του 3ου π.Χ. αι. με την επιγραφή «Κλείνιππος ’Ονάσειες».
- Ναϊκόσχημη αναθηματική στήλη του 3ου π.Χ. αι. με ελλιπή επιγραφή.
- Επιτύμβια στήλη του 2ου π.Χ. αι. με ανάγλυφες παραστάσεις αντρικής και παιδικής μορφής.
- Αναθηματική στήλη του 1ου π.Χ. αι. στο πάνω μέρος της οποίας υπάρχει η επιγραφή «Διί Καταβάτη».
- Τον Ιούλιο του 1969 στην τοποθεσία «Εικόνισμα Μπάρδα» ένας εκσκαφέας καθώς άνοιγε αυλάκι για την τοποθέτηση σωλήνων υγρών καυσίμων αποκάλυψε ταφικό τύμβο, διαμέτρου 15 μ. και ύψους 1μ. Εκεί βρέθηκαν τρεις κυβωτιόσχημοι τάφοι. Ο ένας περιείχε χάλκινη τεφροδόχο κάλπη και οι άλλοι δύο μονολιθικές μαρμάρινες σαρκοφάγους από τις οποίες η μία βρέθηκε συλημένη. Στην τεφροδόχο κάλπη βρέθηκαν τα καμένα οστά του νεκρού, καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα: Μια σιδερένια αιχμή δόρατος και μια χρυσή δανάκη (νόμισμα ειδικά κατασκευασμένο για να χρησιμεύει ως πορθμείο του Χάροντα. Χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στους τάφους.)
Στο δάπεδο της μονολιθικής σαρκοφάγου είχε τοποθετηθεί, πάνω σε ξύλινο φορείο, το σώμα μιας νεαρής γυναίκας στα πόδια της οποίας υπήρχε λεκάνη με οστά νεογνού. Προφανώς επρόκειτο για νεαρή μητέρα που πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού μαζί με το παιδί της. Μέσα στον τάφο βρέθηκαν πλήθος πήλινων αγγείων, καθώς και χρυσά κτερίσματα σπανιότατης τεχνοτροπίας και μέγιστης αρχαιολογικής αξίας. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι:
- Ένα ζεύγος χρυσών ενωτίων σε σχήμα δίφρου (άρμα με δύο άλογα) με καλπάζοντες ίππους και πολλούς πολύτιμους λίθους.
- Ολόχρυσο περιδέραιο με οκτώ εξαρτήματα: α) ανάγλυφες μορφές ανθρώπων, β) διάφορους έρωτες με τις φαρέτρες τους και γ) αετούς.
- Χρυσό δαχτυλίδι με τρεις πολύτιμους λίθους.
- Χρυσό βραχιόλι σε σχήμα δύο αναδιπλωμένων φιδιών.
- Περίπου 145 χρυσά φύλλα που σχημάτιζαν στεφάνι σε σχήμα φύλλου βελανιδιάς και ελιάς.
- Δύο μικρά ενεπίγραφα χρυσά φύλλα κισσού στα οποία είναι χαραγμένο το ίδιο κείμενο με μικρές διαφορές. Ανήκουν στα λεγόμενα «Ορφικά χρυσά φυλλάρια» και δηλώνουν ότι η νεκρή θα ήταν μυημένη σε μυστικιστικές λατρείες προς τιμήν του Διόνυσου25.
Στην άλλη μαρμάρινη σαρκοφάγο αν και ήταν κατεστραμμένη από συλητές, βρέθηκαν μια σιδερένια στλεγγίδα (είδος ξύστρας με την οποία αφαιρούσαν οι αθλητές το λάδι ή το χώμα από το σώμα τους) μερικά τεμάχια χρυσού στεφανιού , χρυσή αλυσίδα και επιχρυσωμένοι πήλινοι καρποί.
Και οι τρεις τάφοι χρονολογούνται στον 3ο π.Χ. αι.
Το καλοκαίρι του 1985, σε άλλον τάφο, στην περιοχή «Μαγούλα» βρέθηκαν χρυσά κτερίσματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.
Το μεσαιωνικό Γαρδίκι (ή Παλαιογαρδίκι)
Η ονομασία Γαρδίκι εμφανίζεται κατά τον 10ο μ.Χ. αιώνα, όταν στους επισκοπικούς καταλόγους συναντάμε την Επισκοπή Γαρδικίου. Το τοπωνύμιο είναι σλαβικό και σημαίνει: πύργος, κάστρο, οχυρό, πολίχνη. Οι ετυμολογήσεις αυτές φαίνεται πως ανταποκρίνονται στην οικιστική πραγματικότητα της περιοχής, καθώς το βυζαντινό Γαρδίκι αναπτύχθηκε αρχικά πάνω στα υπολείμματα της ελληνιστικής πόλης της Πέλιννας. Η Επισκοπή Γαρδικίου, υπαγόταν στην Μητρόπολη Λαρίσης και κατείχε τον 10ο αι. τη 13η θέση ανάμεσα στις 28 επισκοπές της μητροπόλεως, ενώ τον 12ο αι. κατείχε την 6η θέση, μετά δε την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως την 8η θέση. Η επισκοπή Γαρδικίου κατά την Τουρκοκρατία μετέφερε την έδρα της στο γειτονικό Ζάρκο και διατηρήθηκε ως το 1899 μ.Χ., οπότε ενώθηκε με τις επισκοπές Τρίκκης και Σταγών, από τις οποίες δημιουργήθηκε η Μητρόπολις Τρίκκης, Σταγών και Γαρδικίου.
Η πόλη αναπτύχθηκε αρκετά, ιδιαίτερα κατά τον 12ο μ.Χ. αι. Αναφέρεται μάλιστα πως την περίοδο αυτή λειτουργούσε με επιτυχία βιοτεχνία κατασκευής αμαξών. Ωστόσο δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για την κοινωνική, οικονομική ή πνευματική ζωή του Γαρδικίου, παρά μόνο κάποιες πληροφορίες που αφορούν την εκκλησιαστική ζωή της πόλης.
Στην κορυφή του λόφου, μέσα στην ακρόπολη της αρχαίας Πέλιννας, είχε κτιστεί ο επισκοπικός ναός της πόλης, ο οποίος χρονολογείται από τον Αν Ορλάνδο, με βάση την τοιχοποιία του, στον 14ο αιώνα. O Léon Heuzey, ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή το 1858, γράφει ότι ο ναός ήταν τρίκλιτος και αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα. Στο μεσαίο κλίτος του βυζαντινού αυτού ναού έχει σήμερα κτιστεί το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής.
Φημολογείται ότι το ξυλόγλυπτο τέμπλο του παλαιού ναού μεταφέρθηκε στον ναό Αγίου Αθανασίου Πετρωτού.
Από την εργασία της κ. Ελένης Τζαβέλλα, διευθύντριας Δημοτικού Σχολείου Ταξιαρχων